πραγματευτικῶς

πραγματευτικῶς
πραγματευτικός
occupied in business
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πραγματευτικός — ή, όν, Α [πραγματεύομαι] 1. αυτός που ασχολείται με εμπορικές πράξεις 2. αυτός που εισπράττεται από τους εμπόρους, από τους πραματευτάδες. επίρρ... πραγματευτικῶς Α κατά τον τρόπο τών πραγματευτών, τών εμπόρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”